- προαγοραστής
- ο, ΝΑ [προαγοράζω]αυτός που προαγοράζει, που αγοράζει από πριν προϊόν ή εμπόρευμα το οποίο θα τού παραδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο τής ημέρας τής συμφωνίαςνεοελλ.έμπορος που αγοράζει από τον παραγωγό πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα και έτοιμα προϊόντα και τά μεταπωλεί στις κύριες αγορές, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, λ.χ. στην περίπτωση τών αγροτικών προϊόντων, αγοράζει το προϊόν προτού ολοκληρωθεί η παραγωγή του δίνοντας ορισμένη προκαταβολήαρχ.υπάλληλος υπεύθυνος για τις κρατικές αγορές.
Dictionary of Greek. 2013.